-
1 мусор
τα σκουπίδια, τα απορρίμματα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мусор
-
2 транспорт
1. (средства перевозки) τα μεταφορικά μέσαη συγκοινωνίατα μέσα μεταφοράςводный - οι θαλάσσιες μεταφορές, η θαλάσσια συγκοινωνίαвоздушный - οι εναέριες μεταφορές, η αεροπορική συγκοινωνία2. хим. η μεταφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транспорт
-
3 транспорт
транспорт Iм1. (перевозка) ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση [-ις]:\транспорт хлеба ἡ μεταφορά σίτου·2. (средства перевозки) τά μέσα μεταφορδς, ἡ συγκοινωνία:водный \транспорт ἡ θαλάσσια συγκοινωνία· воздушный \транспорт ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· городской \транспорт ἡ ἀστική συγκοινωνία, τά ἀστικά μεταφορικά μέσα· подземный \транспорт ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος· железнодорожный \транспорт ὁ σιδηρόδρομος·3. (партия грузов) τό φορτίο·4. воен. ἡ ἐφοδιοπο-μπή, τά μεταγωγικά:санитарный \транспорт τά ὑγειονομικά μεταγωγικά·5. мор. (судно) τό φορτηγό πλοίο.транспорт IIм бухг. ἡ μεταφορά (ποσοῦ ἡ ἀθροίσματος). -
4 транспорт
-а α.1. μεταφορά•железнодорожный транспорт σιδηροδρομική μεταφορά•
транспорт угля заво-дэм μεταφορά κάρβουνου στα εργοστάσια.
|| φορτίο για μεταφορά.2. μεταφορικό μέσο•городской транспорт τα αστικά μεταφορικά μέσα.
3. μεταφορικό στρατιωτικό σκάφος.-а α. (λογιστ.) μεταφορά ποσού (στην επόμενη σελίδα).